Υπεριδρωσία ονομάζεται η υπερβολική εφίδρωση χωρίς ωστόσο να μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια από ποιο σημείο και έπειτα γίνεται η εφίδρωση “υπερβολική”. Ως υπερβολική λοιπόν δεχόμαστε την εφίδρωση που είναι τόσο έντονη ώστε να προκαλεί έναν κοινωνικό ή/και επαγγελματικό στιγματισμό του ασθενούς, με τελικό αποτέλεσμα τη μείωση της ποιότητας ζωής του.
Κλινικά διακρίνεται σε εστιασμένη (συνήθως πέλματα/παλάμες ή/και μασχάλες) ή γενικευμένη (σε όλο το σώμα).
Αιτιολογικά διακρίνεται σε ιδιοπαθή (χωρίς κάποια άλλη νόσο-αίτιο που θα μπορούσε να την προκαλέσει) και σε δευτεροπαθή (ως συνέπεια άλλης νόσου).
Δεν υπάρχει κάποια εργαστηριακή εξέταση ή κάποιο τεστ που θα μπορούσε να επιβεβαιώσει ή να αποκλείσει την υπεριδρωσία. Η διάγνωση προκύπτει από την λήψη ιστορικού.
Η ιδιοπαθής υπεριδρωσία εμφανίζεται από την παιδική ή εφηβική ηλικία (πριν το 25ο έτος ζωής) χωρίς κάποια άλλη γνωστή νόσο που θα μπορούσε να προκαλέσει το φαινόμενο. Στην πραγματικότητα δεν παρατηρείται κάποια αύξηση του μεγέθους ή του αριθμού των ιδρωτοποιών αδένων (σε σύγκριση με μη ασθενείς), παρά μόνο μια λειτουργική διαταραχή αυτών, με αποτέλεσμα να εκκρίνεται έως και 100 φορές περισσότερος ιδρώτας από το φυσιολογικό. Συνήθη ερεθίσματα όπως η ζέστη, το στρες, η κατανάλωση καφέ, η νικοτίνη ή τα πικάντικα πιάτα επιδεινώνουν το πρόβλημα.
Ιδιαίτερη σημασία πριν τη διάγνωση μιας ιδιοπαθούς υπεριδρωσίας έχει ο αποκλεισμός άλλων πιθανών αιτίων (βλέπε δευτεροπαθή παρακάτω). Επίσης να σημειωθεί ότι η ιδιοπαθής υπεριδρωσία δεν προκαλεί νυχτερινή εφίδρωση (στον ύπνο).
Το πρόβλημα της ιδιοπαθούς υπεριδρωσίας μπορεί να αντιμετωπιστεί αναλόγως της βαρύτητας με διάφορα μέσα: Χρήση ειδικών ρολόν ή διαλυμάτων, χειρουργικώς ή ακόμα και με χρήση βοτουλινικής τοξίνης (ειδικά στις μασχάλες).
Η δευτεροπαθής υπεριδρωσία οφείλεται όπως ήδη αναφέρθηκε σε άλλη νόσο και υποχωρεί μετά από θεραπεία αυτής. Ενδεικτικά αναφέρουμε: ενδοκρινολογικά νοσήματα (υπερθυρεοειδισμός, εμμηνόπαυση), αυτοάνοσα, λοιμώξεις, κακοήθειες, νευρολογικά νοσήματα, παθήσεις του καρδιαγγειακού κ.α. Τέλος, μπορεί να εμφανιστεί και εξαιτίας φαρμάκων.
Σε κάθε περίπτωση, το πρόβλημα της υπερβολικής εφίδρωσης χρήζει διερεύνησης και μπορεί να αντιμετωπιστεί.
Πηγή: Braun-Falco’s Dermatologie, Venerologie und Allergologie, 6η έκδοση, 2011, συγγρ.: Gerd Plewig, Michael Landthaler, Walter H.C. Burgdorf, Michael Hertl, Thomas Ruzicka, εκδόσεις: Springer Berlin Heidelberg
Μετάφραση: Δρ. Χριστόφορος Τρυπάκης, MD, PhD